Ρόλοι

Γιάννης Πουλόπουλος

Ο Γιάννης Πουλόπουλος (Καρδαμύλη, 29 Ιουνίου 1941 – Χαϊδάρι, 23 Αυγούστου 2020) ήταν Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός.Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ελληνες τραγουδιστές.

Τα παιδικά του χρόνια
Ο Γιάννης Πουλόπουλος γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου του 1941 στην Καρδαμύλη Μεσσηνίας και έζησε τα πρώτα του χρόνια μαζί με την οικογένειά του στη περιοχή του Μεταξουργείου. Αργότερα, μετακόμισαν στο Περιστέρι και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή του Αγίου Ιερόθεου. Σε ηλικία 5 ετών έμεινε ορφανός από μητέρα και μεγάλωσε με τον πατέρα του, Γιώργο, ο οποίος αργότερα ξαναπαντρεύτηκε, και με τον μικρό του αδερφό, Βασίλη, άρχισε να δουλεύει από αρκετά μικρή ηλικία, πουλώντας αρχικά ξηρούς καρπούς σε θερινά σινεμά και αργότερα σε οικοδομές ως ελαιοχρωματιστής και οικοδόμος, ενώ παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο πότε στον Ατρόμητο και πότε στον Άγιο Ιερόθεο.

Τα πρώτα βήματα στο τραγούδι
Ο Γιάννης Πουλόπουλος από μικρός είχε κλίση στο τραγούδι. Παρακινημένος από τους φίλους του, που τον άκουγαν να τραγουδάει, αλλά και έχοντας ο ίδιος μεγάλη πίστη στις φωνητικές του ικανότητες, πήγαινε σχεδόν καθημερινά σε ακροάσεις που πραγματοποιούσε η εταιρεία Columbia το 1962, αλλά συνεχώς τον απέρριπταν χωρίς καν να τον ακούσουν. Εκείνη την περίοδο εργαζόταν σε οικοδομές και παράλληλα φοιτούσε στη νυχτερινή σχολή ΝΤΗΖΕΛ με ειδικότητα ηλεκτρολόγου. Την ίδια χρονιά ηχογράφησε τα δύο πρώτα τραγούδια του. Πιο συγκεκριμένα, το Μάιο του 1962 ηχογράφησε το “Δως μου την καρδιά μου πίσω” του Πάνου Πέτσα, ένα συρτοτσιφτετέλι που κυκλοφόρησε σε δίσκο 45 στροφών μαζί με το “Γεννήθηκα να σ’ αγαπώ” της Πόλυ Πάνου και της Βούλας Γκίκα. Προς τα τέλη της ίδιας χρονιάς ηχογράφησε και το “Κορμί μου πονεμένο” σε μουσική και στίχους του Μπάμπη Δαλιάνη, το οποίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ και έμεινε ως δείγμα στην Columbia. Εκείνη την περίοδο η Columbia, έχοντας στο δυναμικό της μεγάλο αριθμό άγνωστων και ανερχόμενων τραγουδιστών, αποφάσισε να κάνει εκκαθάριση και να κάνει νέες ακροάσεις, από τις οποίες θα κρατούσε 50 άτομα. Η επιτροπή ακροάσεων αποτελούνταν από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Ο Πουλόπουλος, που συμμετείχε στις ακροάσεις αυτές, διάλεξε να πει δύο δύσκολα τραγούδια του Θεοδωράκη και, πιο συγκεκριμένα, το “Μάνα μου και Παναγιά” και το “Παράπονο”. Μόλις τελείωσε, τον πλησίασε ο Μίκης Θεοδωράκης λέγοντας “Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή”, και τελικά ήταν ο μόνος που πέρασε από αυτή την ακρόαση.

Σκοπεύοντας να τηρήσει την υπόσχεσή του, ο Θεοδωράκης έδωσε στον Πουλόπουλο να ερμηνεύσει τρία τραγούδια για το θεατρικό έργο “Η Γειτονιά των Αγγέλων” του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το οποίο ανέβηκε το 1963 στο θέατρο Ρεξ από τον θίασο Τζένης Καρέζη–Νίκου Κούρκουλου. Τα τραγούδια αυτά ήταν τα “Στρώσε το στρώμα σου για δυο”, “Δόξα τω Θεώ” και “Το ψωμί είναι στο τραπέζι”, τα οποία ο Πουλόπουλος ερμήνευσε σε πρώτη εκτέλεση. Την ίδια περίοδο ηχογράφησε, επίσης, το “Πρωινό τραγούδι” του Σταύρου Ξαρχάκου στη μία και μοναδική συνεργασία τους. Το τραγούδι, ωστόσο, παρέμεινε ακυκλοφόρητο για περίπου 20 χρόνια, μέχρι να συμπεριληφθεί στο διπλό LP “Χρυσές επιτυχίες του Σταύρου Ξαρχάκου Νο 2” το 1983. Ο χειμώνας του 1963 βρήκε τον Πουλόπουλο να τραγουδά στο κέντρο “Ξημερώματα”, στα Άνω Πατήσια, μαζί με την Καίτη Γκρέυ, τον Γιάννη Αγγέλου στο μπουζούκι και τον Γιάννη Μπουρνέλη ως κονφερασιέ. Το 1964, αφού ηχογράφησε σε πρώτη εκτέλεση δύο εμβληματικά τραγούδια της “Πολιτείας Β” του Μίκη Θεοδωράκη, το “Γωνιά-γωνιά” και το “Είναι μακρύς ο δρόμος σου”, αποχώρησε από την Columbia, εξαιτίας ενός βέτο που έθεσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στην εταιρεία, ο οποίος έβλεπε τον νεαρό Πουλόπουλο ως απειλή. Προς τα τέλη της ίδιας χρονιάς, εντάχθηκε στο δυναμικό της νεοσύστατης τότε LYRA του Αλέκου Πατσιφά, όπου και παρέμεινε για τα επόμενα 11 χρόνια.

Το “νέο κύμα”, ο κινηματογράφος και η γνωριμία με τον Μίμη Πλέσσα
Το 1964, ο Πουλόπουλος ξεκίνησε να εκπληρώνει τη στρατιωτική του θητεία με αποτέλεσμα να έχει αραιή δισκογραφική παρουσία μέχρι και την απόλυσή του το 1966. Παρ’ όλα αυτά, αφού επανεκτέλεσε σε πρώτη φάση μια σειρά τραγουδιών του Θεοδωράκη στη LYRA, το 1965 ξεκίνησε να συνεργάζεται και με άλλους ανερχόμενους τότε σπουδαίους συνθέτες, όπως ο Μάνος Λοΐζος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Δήμος Μούτσης και ο Γιάννης Μαρκόπουλος, οι οποίοι του χάρισαν τις πρώτες του επιτυχίες (“Μη μου θυμώνεις μάτια μου”, “Καράβια αλήτες”, κλπ.). Την ίδια περίοδο, εμφανίστηκε σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα (Το στέκι του Γιάννη, Ταβάνια, κ.ά.), ενώ το 1966 τραγούδησε σε δύο λαϊκές συναυλίες που πραγματοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια και στην Κύπρο, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρία Φαραντούρη, την Ελένη Ροδά και τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Μητροπάνο, ολοκληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη συνεργασία του με τον μεγάλο συνθέτη.

Το 1966, ο Πουλόπουλος μπήκε για τα καλά πλέον στη δισκογραφία και, πέραν των δίσκων 45 στροφών με τραγούδια του που κυκλοφορούσαν σωρηδόν, τότε κυκλοφόρησε και ο πρώτος προσωπικός του δίσκος. Μέσα από τη συνεργασία του με συνθέτες, όπως ο Γιώργος Κοντογιώργος, ο Λίνος Κόκοτος, ο Νίκος Μαμαγκάκης και ο Γιάννης Σπανός, και ιδίως μέσα από τη συμμετοχή του στις πρώτες δύο “Ανθολογίες” του τελευταίου, ο Πουλόπουλος σύντομα ταυτίστηκε με το “Νέο Κύμα”, κάτι στο οποίο συνέβαλλαν καθοριστικά και ορισμένες δικές του συνθέσεις με πιο γνωστή το “Θα ‘θελα να ‘χα”. Την ίδια περίοδο, εμφανίστηκε για πρώτη φορά και στον κινηματογράφο και, πιο συγκεκριμένα, σε ταινίες όπως “Οι στιγματισμένοι” (1966), με τον Γιώργο Φούντα και τη Μάρω Κοντού, όπου έκανε σεκόντο στο “Πολύ αργά” της Ελένης Κλάδη, και “Ο τετραπέρατος” (1966), με τον Κώστα Χατζηχρήστο, όπου ερμήνευσε το τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού με τίτλο “Στον Πειραιά, στον Πειραιά”. Το 1967 συμμετείχε για πρώτη φορά σε ταινία της Φίνος Φιλμ και πιο συγκεκριμένα στο “Εκείνος κι εκείνη” του Ερρίκου Ανδρέου, με πρωταγωνιστές τη Τζένη Καρέζη και τον Φαίδωνα Γεωργίτση, όπου ακούγεται να τραγουδάει τη σύνθεση του Γιάννη Μαρκόπουλου με τίτλο “Ξεγυμνώστε τα σπαθιά”.

Το 1966 είναι, επίσης, η χρόνια που ο Πουλόπουλος ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα, ερμηνεύοντας τα τραγούδια “Έκλαψα χθες” και “Απόψε κάποιος θα χαθεί” για τις ανάγκες του μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη με τίτλο “Οι θαλασσιές οι χάντρες” (1967) και έγιναν τεράστιες επιτυχίες. Ακολούθως, εμφανίστηκε σε πολλές ακόμα κινηματογραφικές ταινίες όπου ερμήνευσε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της καριέρας του και σύντομα καθιερώθηκε στη συνείδηση του κόσμου ως ο ρομαντικός τραγουδιστής με την κιθάρα και τα κλειστά μάτια. Μερικές από τις ταινίες στις οποίες εμφανίστηκε είναι: “Κάτι κουρασμένα παλικάρια” (1967), “Μια κυρία στα μπουζούκια” (1968), “Ο ψεύτης” (1968), “Γοργόνες και Μάγκες” (1968), “Ο μικρός δραπέτης” (1968), “Η Παριζιάνα” (1969), “Η ωραία του κουρέα” (1969), “Η θεία μου η χίπισσα” (1970), “Ο κατεργάρης” (1971), κ.ά.

“Ο Δρόμος”
Μέσα από τη συνεργασία του Γιάννη Πουλόπουλου με τον Μίμη Πλέσσα προέκυψαν πολλές διαχρονικές επιτυχίες (“Μη του μιλάτε του παιδιού”, “Απόψε κλαίει ο ουρανός”, “Καμαρούλα μια σταλιά”, “Θα πιώ απόψε το φεγγάρι”, “Όλα δικά σου”, “Ποια νύχτα σ’ έκλεψε”, κλπ.) που ακούγονται ανελλιπώς μέχρι και σήμερα, οι οποίες καθιέρωσαν τον Πουλόπουλο στη πρώτη γραμμή του ελληνικού πενταγράμμου. Αποκορύφωμα, βέβαια, της συνεργασίας τους αποτέλεσε ο “Δρόμος”. “Ο Δρόμος” του Μίμη Πλέσσα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1969 με βασικό ερμηνευτή τον Γιάννη Πουλόπουλο, ο οποίος σφράγισε με τις ερμηνείες τους τα δέκα από τα δώδεκα τραγούδια του δίσκου, το ένα εξ αυτών σε ντουέτο με την Πόπη Αστεριάδη. Τα υπόλοιπα δύο τραγούδια του δίσκου ερμήνευσε η πρωτοεμφανιζόμενη τότε Ρένα Κουμιώτη. Η επιτυχία του “Δρόμου” ήταν τόσο μεγάλη που, παρά την απαγόρευση μετάδοσής του στο ραδιόφωνο, έγινε αμέσως ο πρώτος χρυσός δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας και, μάλιστα, μεταφέρθηκε και στο θέατρο μέσω της ομώνυμης παράστασης του 1970, η οποία ανέβηκε στο θέατρο “Κατίνα Παξινού” και στην οποία τραγουδούσαν οι δύο κύριοι ερμηνευτές του δίσκου. Η εν λόγω παράσταση, παρά τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε, λογοκρίθηκε από τη Χούντα και σύντομα κατέβηκε. Αφορμή για την εξέλιξη αυτή αποτέλεσαν τα τραγούδια “Μίλα μου για τη λευτεριά” και “Έξι άντρες” που ερμήνευαν, πέραν των τραγουδιών του “Δρόμου”, η Κουμιώτη και ο Πουλόπουλος αντίστοιχα, τα οποία κρίθηκαν από το καθεστώς των Συνταγματαρχών ως αντιστασιακά. Έκτοτε ο “Δρόμος” έχει σπάσει κάθε ρεκόρ πωλήσεων, ξεπερνώντας τα 3.000.000 αντίτυπα, με αποτέλεσμα να θεωρείται μακράν ο εμπορικότερος δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας. Χαρακτηριστικό της ανεπανάληπτης επιτυχίας του δίσκου αποτελεί το γεγονός πως και τα δώδεκα τραγούδια του έγιναν τεράστιες επιτυχίες, οι οποίες ακούγονται ανελλιπώς μέχρι και σήμερα.

Μετά τον “Δρόμο”
Μετά την ανεπανάληπτη επιτυχία του “Δρόμου”, η καριέρα του Πουλόπουλου απογειώθηκε με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί ως ο “χρυσός ερμηνευτής” και να γίνει το μεγαλύτερο όνομα του ελληνικού τραγουδιού, όπως δείχνει και μία δημοσκόπηση περιοδικού της εποχής, σχετική με τη δημοσιότητα και την απήχηση των τραγουδιστών, η οποία δημοσιεύτηκε το 1970 και στην οποία κατατάχθηκε πρώτος ανάμεσα σε πολλά άλλα μεγάλα ονόματα. Ενώ άλλες δισκογραφικές εταιρείες προσπαθούσαν να τον προσελκύσουν και παρά το γεγονός πως είχε δεχτεί ακόμα και προτάσεις για καριέρα στο εξωτερικό, ο Αλέκος Πατσιφάς κατάφερνε να κρατήσει τον Πουλόπουλο στη LYRA, βάζοντάς τον να ηχογραφεί συνεχώς τραγούδια, μιας και γνώριζε την επιθυμία του τραγουδιστή να βρίσκεται διαρκώς στο στούντιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1969–1971 ο Πουλόπουλος συμμετείχε σε δέκα δίσκους 33 στροφών και σε αρκετούς δίσκους 45 στροφών. Πιο συγκεκριμένα, το 1969, πέραν του “Δρόμου”, συμμετείχε στις “Ώρες” του Λίνου Κόκοτου, ερμηνεύοντας υποδειγματικά τρία πολύ σπουδαία τραγούδια του συνθέτη με πιο γνωστό το “Γειτονάκι μου”, και συνεργάστηκε με τον Γιάννη Γλέζο, ερμηνεύοντας με μεγάλη επιτυχία δέκα μελοποιημένα ποιήματα του Φεδερίκο Γκαρσία Λόρκα. Το 1970, πέραν του ότι κυκλοφόρησε ο τέταρτος προσωπικός του δίσκος, συμμετείχε, επίσης, στη “Γύφτισσα μέρα” των Γιώργου Κοντογιώργου και Άκου Δασκαλόπουλου, καθώς και στις “Μέρες του καλοκαιριού” των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου, από όπου ξεχώρισε αμέσως το “Ποια νύχτα σ’ έκλεψε”. Επιπλέον, την ίδια χρονιά υποδύθηκε τον Πανάρετο στην μελοποιημένη από τον Νίκο Μαμαγκάκη “Ερωφίλη” του Γεώργιου Χορτάτση. Το 1971, συμμετείχε σε τρεις ακόμα δίσκους με σημαντικότερο εξ αυτών το “Εμιλιάνο Ζαπάτα” σε μουσική Γιάννη Γλέζου και ποίηση του νομπελίστα Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα. Όταν, σε συνέντευξή του, το 1987, ρωτήθηκε αν έχει κάνει λάθη στην καριέρα του, ανέφερε την έκδοση αυτών των δέκα δίσκων που κυκλοφόρησαν μέσα σε μόλις δύο χρόνια, υπογραμμίζοντας όμως ότι περιέχουν μερικά από τα πιο κλασσικά, όπως τα χαρακτήρισε, τραγούδια του.

Το 1972, κυνηγήθηκε από το καθεστώς της Χούντας με αφορμή το τραγούδι “Πάμε για ύπνο Κατερίνα”, το οποίο κρίθηκε αντιστασιακό. Προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψή του, ο Πουλόπουλος κατέφυγε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Την ίδια χρονιά, συμμετείχε στον πολύ σημαντικό δίσκο του Νίκου Μαμαγκάκη με τίτλο “11 λαϊκά τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου”, όπου, μεταξύ άλλων, ερμήνευσε υποδειγματικά το περιβόητο “Άιντε και ντε”, το οποίο, κατά ομολογία του, αποτελεί το πιο δύσκολο τραγούδι που ερμήνευσε ποτέ του, ενώ την επόμενη χρονιά συνεργάστηκε με τον πολύ καλό του φίλο, Γιώργο Ζαμπέτα, στο “Λαϊκό Μουσικόραμα”. Το 1973 συμμετείχε, επίσης, στον δίσκο “Θάλασσα πικροθάλασσα”, έναν κύκλο τραγουδιών σε μουσική Μίμη Πλέσσα και στίχους Κώστα Βίρβου με κύριο θέμα τη θάλασσα. Μετά την πτώση της Χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το καλοκαίρι του 1974, κυκλοφόρησε ο δίσκος “Μίλα μου για τη λευτεριά” του Μίμη Πλέσσα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε ηχογραφηθεί ήδη από το 1970, αλλά η κυκλοφορία του είχε απαγορευτεί από τη Χούντα. Στον δίσκο αυτό συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα δύο τραγούδια του θεατρικού “Δρόμου” (“Μίλα μου για τη λευτεριά” και “Έξι άντρες”) που είχαν λογοκριθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησαν, επίσης, σε δίσκο 33 στροφών τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη που είχε επανεκτελέσει ο Πουλόπουλος στη LYRA μια δεκαετία νωρίτερα.