Ρόλοι
Στέφανος Βαρτάνης

Δεξιοτέχνης του βιολιού, συνθέτης και στιχουργός, ο Στεπάν Βαρτανιάν, άφησε ανεξίτηλη την παρουσία του στο ελληνικό μουσικό περιβάλλον και ιδιαιτέρως στο λαϊκό, στο δημοτικό και παραδοσιακό τραγούδι και τη μουσική, καθιστώντας τον συνομιλητή μας Μιχάλη Βαρτανιάν ιδιαιτέρως υπερήφανο για τον πατέρα του για τον οποίο μας μίλησε με άπειρο σεβασμό και συγκίνηση.
Η ιστορία της οικογένειας του Στεπάν Βαρτανιάν, από την πλευρά του πατέρα του, ξεκινά από το Εσκί Σεχίρ (την αρχαία πόλη Δορύλαιο της Φρυγίας) και λίγο έως πολύ ακολουθεί τη γνωστή μοίρα όσων Αρμενίων κατόρθωσαν να επιζήσουν από τη φρικτή γενοκτονία του 1915. Έτσι ο πατέρας του και παππούς μου, Μιράν Βαρτανιάν, βρέθηκε στη Σμύρνη όπου παντρεύτηκε με την Χριστίνα Παπαζιάν, η οποία καταγόταν από τη συνοικία Καραντίνα και απέκτησε το πρώτο του παιδί, τον Στεπάν.
Με το ξέσπασμα της Μικρασιατικής καταστροφής και προκειμένου να αποφύγει την κατάταξη στον τουρκικό στρατό, τόλμησε να αποδράσει και μέσω Αιγύπτου έφθασε πολύ αργότερα στην Ελλάδα, όπου ενώθηκε με την οικογένειά του καθώς είχε προηγηθεί η άφιξη της γυναίκας και του γιου του.
Αρχικά έζησαν στον Πειραιά -στο δημοτικό θέατρο- κατόπιν στο Μεταξουργείο και αργότερα στο Μενίδι, όπου παρέμειναν έως το θάνατο του παππού μου το 1937. Ο παππούς μου ήταν πολύ καλός μουσικός -ουτίστας- κατασκεύαζε το εν λόγω όργανο αλλά επισκεύαζε και άλλα. Παράλληλα όμως έκανε και άλλες δουλειές προκειμένου να μπορέσει να φροντίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την πολλαπλασιασθείσα οικογένειά του -(απέκτησε ακόμη ένα αγόρι και δύο κορίτσια)- όπως αυτό του κουρέα και του ξυλουργού, επάγγελμα το οποίο εξασκούσε και στο Σανατόριο των φυματικών της Πάρνηθας. Επειδή δεν υπήρχαν δρόμοι πηγαινοερχόταν στην Πάρνηθα με το γαϊδουράκι και όταν κάποια φορά έπεσε από αυτό σπάζοντας το χέρι του, πέρασαν μήνες έως να θεραπευθεί. Μίλαγε σπαστά ελληνικά. Συμμετείχε ως ουτίστας σε όλα τα γλέντια και τις εκδηλώσεις που γίνονταν στο Μενίδι εκείνη την εποχή και αμειβόταν πολύ καλά, όπως και από τη δουλειά του ως ξυλουργού. Μάλιστα, έως σήμερα κάποιες οικογένειες έχουν έπιπλα κατασκευασμένα από τον παππού μου όπως τραπέζια, κομοδίνα κλπ. τα οποία προφανώς έχουν περάσει από γενιά σε γενιά.
Παρέδιδε και μαθήματα στο ούτι. Μεταξύ των μαθητών του ήταν και ο παπά-Τάσος τον οποίο γνώρισα και εγώ και μου διηγόνταν τις πολύ ωραίες αναμνήσεις του.
Όταν ο πατέρας μου Στεπάν, σε παιδική ηλικία πέρασε μια σοβαρή ασθένεια, ο παππούς μου για να τον ευχαριστήσει του αγόρασε ένα βιολί και αργότερα τον έστειλε στο Εθνικό Ωδείο να σπουδάσει. Τη διαδρομή Μενίδι-Αθήνα και τανάπαλιν την έκανε με το ποδήλατο. Στο Ωδείο σπούδασε μόνο δύο χρόνια αλλά μελετούσε αδιαλείπτως, παρέμεινε δηλαδή έως το τέλος της ζωής του ένας μαθητής, όπως ακριβώς πρέπει να είναι ένας μουσικός βελτιώνοντας το ταλέντο του με πολλή εργασία.
Θυμάμαι μάλιστα, όταν στη δεκαετία του 1960 είχαμε εγκατασταθεί στις αρμενικές προσφυγικές πολυκατοικίες στις Τζιτζιφιές, έπαιρνε το βιολί του και κατέβαινε στο Τροκαντερό ή στο κοντινό αλσάκι και έπαιζε συνεχώς. Από το 1960 άρχισε να ηχογραφεί δίσκους με όλους τους μεγάλους ερμηνευτές του λαϊκού τραγουδιού της εποχής. Συμμετείχε σε πολλές συναυλίες όπως με τη Γιώτα Λύδια με την οποία είχε γυρίσει όλο τον κόσμο, με τον Χριστόδουλο Χάλαρη όπου έδιναν συναυλίες σε Καθολικούς ναούς της Ευρώπης και αργότερα ασχολήθηκε με τα δημοτικά και παραδοσιακά για περίπου μια 15ετία.
Μόνο με τον Στέλιο Καζαντζίδη έχει ηχογραφήσει 30 τραγούδια. Έχει ακόμα ηχογραφήσει με τον Πάνο Γαβαλά, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, την Γιώτα Λύδια, την Πόλυ Πάνου, την Καίτη Γκραίη, δηλαδή με όλους αυτούς τους σπουδαίους λαϊκούς τραγουδιστές, οι οποίοι μάλιστα τον παρακαλούσαν να τους δώσει τραγούδια.
Με τον Στέλιο Καζαντζίδη δούλεψε αρκετά χρόνια και είχε σημαντικές οικονομικές απολαβές διότι ο Σ. Καζαντζίδης ήταν αυτός που πούλαγε τότε.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 συνεργάστηκε με την Δόμνα Σαμίου (Μπαϊντίρι Σμύρνης 12/10/1920 – Αθήνα 10/03/2012) καθώς και με τον Χρόνη Αηδονίδη, τον Νίκο Στεφανίδη, ο οποίος έπαιζε κανονάκι και ήταν όνομα ως δεξιοτέχνης στην Κωνσταντινούπολη, τον Γιάννη Συμεωνίδη – τον επονομαζόμενο ΓΙΑΝ-ΣΥΜ- τον Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη και υπηρέτησε αυτό το είδος της μουσικής (παραδοσιακό-δημοτικό) έως το τέλος της ζωής του.